- χαλκόπλευρον
- χαλκόπλευροςwith sides of bronzemasc/fem acc sgχαλκόπλευροςwith sides of bronzeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τύπωμα — ώματος, το, ΝΜΑ [τυπῶ] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τυπώνω, εκτύπωση («δεν άρχισε ακόμη το τύπωμα τού βιβλίου») αρχ. 1. αποτύπωμα («τύπωμα χαλκόπλευρον», Σοφ.) 2. μορφή, σχήμα («τύπωμα μορφής», Ευρ.) 3. αυτό που εντυπώνεται στα… … Dictionary of Greek